- εὐπαράκρουστος
- εὐπαρά-κρουστος, ον,A easy to set aside, refute,
συνηγορία A.D.Pron. 6.20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνηγορία A.D.Pron. 6.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπαράκρουστος — εὐπαράκρουστος, ον (Α) αυτός που ανασκευάζεται, που αποκρούεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα κρούω] … Dictionary of Greek
εὐπαράκρουστος — easy to set aside masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)